υποδειγματικός — ή, ό / ὑποδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπόδειγμα, ατος) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια») 2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α.… … Dictionary of Greek
ὑποδειγματικώτερον — ὑποδειγματικός by way of example adverbial comp ὑποδειγματικός by way of example masc acc comp sg ὑποδειγματικός by way of example neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδειγματικῇ — ὑποδειγματικός by way of example fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδειγματικήν — ὑποδειγματικός by way of example fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδειγματικῶς — ὑποδειγματικός by way of example adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρεμούνδος, Γεώργιος — (Αθήνα 1878 – 1928, επί του πλοίου, κατά την επιστροφή του από τη Γαλλία). Έλληνας μαθηματικός. Μετά την αποφοίτησή του από το Βαρβάκειο Λύκειο, σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο τελείωσε αριστούχος, το 1900. Πέτυχε στον… … Dictionary of Greek
αρχέτυπος — η, ο (AM ἀρχέτυπος, ον) 1. αυτός που αποτυπώθηκε αρχικά, που πήρε για πρώτη φορά μια ορισμένη μορφή, ο πρωτότυπος 2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο, το υπόδειγμα νεοελλ. «αρχέτυπα βιβλία» όσα τυπώθηκαν τους πρώτους χρόνους της τυπογραφίας αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
παραδειγματικός — ή, ό / παραδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, ατος] αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία») νεοελλ. εξαιρετικός, άψογος, αυτός που … Dictionary of Greek
πρότυπος — η, ο / πρότυπος, ον, ΝΑ [τύπος] 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο(ν) υπόδειγμα προϊόντος βάσει τού οποίου αναπαράγονται κατ απομίμηση άλλα όμοια προϊόντα, κν. μοντέλο νεοελλ. 1. τέλειος … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek